Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

Το Μπλόκο της Κοκκινιάς, Πέμπτη 17 Αυγούστου 1944

Η Ελένη Παπαδοπούλου αφηγείται τα όσα άκουσε από την γιαγιά  και την μητέρα της 

Από τον καιρό που θυμάμαι τον εαυτό μου, κάθε χρόνο τέτοια μέρα μαζεύονταν όλες οι γυναίκες της γειτονιάς, μας έπαιρναν και εμάς δίπλα τους και με τον φόβο στην καρδιά και τον τρόμο στα μάτια, άρχιζαν τις διηγήσεις για το μπλόκο. Και εμείς εκεί δίπλα τους, να φοβόμαστε και να ακούμε, για την Διαμάντω που κατέβαινε την οδό Κυζίκου, το ρέμα με τα φυσεκλίκια στον ώμο και έτριζε η γη όπως λέει η μάνα μου, για το πηγάδι του Βοσκόπουλου που πολλοί αγωνιστές κρυφτήκαν μέσα και σώθηκαν από το μπλόκο.






Για τον Μπογδάνο που αφού έγινε η μάχη στο σπίτι, πάνω στου Σπάθα, έβαλε τον γιο του στους ώμους και τον κατέβασε στα γερμανικά σκοτωμένο. Ήταν μόνο 16 χρόνων.

Η γιαγιά μου, χήρα 43 χρονών. Ο παππούς δεν άντεξε την κατοχή. Με δυο παιδιά, τον θείο μου 19 και την μάνα μου 16. Να κλαίει και να τραβάει τα μαλλιά τη. Μέχρι λέει και αξιωματικός που ήταν με τους γερμανούς, την λυπήθηκε και της είπε «μην κλαίς, θα έρθει το παιδί σου».

Μέχρι το απόγευμα είχαν έρθει όλοι και ο θειος μου πουθενά. Τον είχαν βάλει στην σειρά για το στρατόπεδο και καλά που βρέθηκε ο γείτονας μας, ο Αποστόλης ο Αρώνης και έκανε λίγο τόπο και πήρε τον θειο μου δίπλα του και σώθηκε. Μέχρι που πέθανε η γιαγιά μου, την άκουγα να λέει «ας είναι καλά ο Αποστόλης».

Αυτό που με τρόμαζε πιο πολύ όμως και το σκεφτόμουν, ακόμη μέχρι και όταν έπεφτα στο κρεβάτι, ήταν ότι την άλλη μέρα το αίμα το μάζεψαν "ρολό", λες και ήταν ύφασμα. Αυτό δεν το χώραγε ο νους μου, πως έγινε και όλο ρωτούσα, αλλά οι ερωτήσεις κομμένες. Βιαζόντουσαν να πει κάθε μια την ιστορία της.

Όταν άκουσαν λέει ότι οι γερμανοί άρχισαν, αφού τους μάζεψαν στην πλατεία, να καίνε τα σπίτια, κλείστηκαν μέσα και έτρεμαν. Και η γιαγιά μου, όταν της είπε η μάνα μου τι θα κάνουμε, είπε «δεν παν να καούν όλα! Εγώ το παιδί μου θέλω πίσω».

Πόντια βλέπεις, τα είχε δει όλα. Μια ζωή τρέξιμο και αγώνες. Να κάνει ρίζες σε καινούριο τόπο, σε καινούριο σπίτι.

Άρχισε και σουρούπωνε, όταν γύρισε ο θειος μου. Βαγγέλη Κωφίδη τον έλεγαν. Την άλλη μέρα, οι μανάδες πήγαν στο 3ονεκροταφειο. Δεν έψαχνε να βρει καμιά το παιδί της. Μόνο πήρε κάθε μια από έναν τάφο και άρχισε να κλαίει . Και στα σαράντα των νεκρών, όπου πήγαν όλοι στην Οσία Ξένη, έστησαν οι γερμανοί το πολυβόλο πάνω στην δεξαμενή και τους θέρισαν. Σκοτώθηκαν αρκετοί.

Αιωνία η μνήμη, σε σας αδελφοί, στον τίμιο που πέσατε αγώνα!

Απόσπασμα από το Χρονικό Μνήμης του Δήμου Νίκαιας "Τo Μπλόκο της Κοκκινιάς", 2004
Πηγή: Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών



Κοντά στις 2:30 το πρωί ξεκινά το δράμα της ομαδικής σφαγής που θα ακολουθήσει όταν ανέβει ο ήλιος ψηλά. Δεκάδες γερμανικά καμιόνια περικυκλώνουν τις γύρω περιοχές που περικλείουν την Κοκκινιά, από Κορυδαλλό, Αιγάλεω, Δαφνί και Ρέντη μέχρι Κερατσίνι, Φάληρο και Πειραιά, ο κλοιός σφίγγει.

Μαζί με τους Ναζί κατακτητές καταφθάνει στην προσφυγούπολη του Πειραιά, τη «Μικρή Μόσχα», όπως είχαν βαπτίσει την Κοκκινιά, και το μηχανοκίνητο τμήμα του δοσίλογου Ν. Μπουραντά. Περί τους 3.000 βαριά οπλισμένους με πολυβόλα, όλμους, μυδράλια, ταχυβόλα, αυτόματα, Γερμανούς και Έλληνες ταγματασφαλίτες κυκλώνουν την πόλη που εκείνη την ώρα κοιμάται.
Επικεφαλής της κτηνωδίας που θα εξελιχθεί σε λίγες ώρες, ο συνταγματάρχης Πλυντζανόπουλος, ο ταγματάρχης Γιώργος Σγούρος και ο διοικητής του μηχανοκίνητου τμήματος της Αστυνομίας Νίκος Μπουραντάς. Μετά τις 6:00 π.μ. ακούγονται τα «χωνιά» στους δρόμους της Κοκκινιάς. Όχι τα χωνιά της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ που καλούσαν κάθε τόσο τον Κοκκινιώτικο λαό σε αντίσταση και του έδιναν κουράγιο, μα τα χωνιά των ταγματασφαλιτών:
«Προσοχή-προσοχή! Σας μιλάνε τα τάγματα ασφαλείας. Όλοι οι άνδρες από 14-60 ετών να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Όσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επί τόπου». Πανικός σε κάθε σπίτι και σε κάθε δρόμο της πόλης. Μερικοί κρύβονται όπως-όπως σε στέγες, καταπακτές, πηγάδια, όπου βρουν. Με υποκόπανους γκρεμίζονται οι πόρτες των φτωχών παραγκόσπιτων και με βρισιές και κλωτσιές σέρνονται κυριολεκτικά προς τον τόπο του Μαρτυρίου, εκατοντάδες συμπολίτες μας αγωνιστές. Αρκετοί ήταν εκείνοι που δεν υπάκουσαν στην εντολή και εκτελέστηκαν επί τόπου στα σπίτια τους.
Οι γυναίκες με τα παιδιά κλαίνε και οδύρονται ακολουθώντας με αγωνία τους δικούς τους ανθρώπους.

Οι Γερμανοί αρχίζουν να καίνε τα σπίτια. Οι ταγματασφαλίτες μπαίνουν στα σπίτια και αρπάζουν ότι βρουν, καταστρέφουν, καίνε, βρίζουν και χτυπούν τα γυναικόπαιδα. Η μικρή αντίσταση που πρόλαβαν να δεχτούν από ομάδες ΕΛΑΣιτών πνίγεται στο αίμα. Οι πρώτοι νεκροί πέφτουν σε διάφορους δρόμους.

Γύρω στις 8.00 π.μ. η πλατεία της Οσίας Ξένης, αλλά και οι γύρω δρόμοι, έχουν γεμίσει από κόσμο. Περίπου 25.000 άτομα. Χωρίζονται κατά ομάδες σε πεντάδες με κενά μεταξύ τους για να μπορούν οι δήμιοι και να υποδεικνύουν όποιον θέλουν. Η εντολή είναι να κάθονται γονατιστοί με ψηλά το κεφάλι. Η ζέστη είναι αφόρητη και αρκετοί είναι αυτοί που λιποθυμούν και ζητούν εναγωνίως λίγες σταγόνες νερό. Όσες γυναίκες προσπαθούν να πλησιάσουν τους κρατούμενους προσφέροντάς τους από τις πήλινες στάμνες λίγο νερό, κακοποιούνται μπροστά σε όλους......

Στην πλατεία εμφανίζονται ελάχιστοι Κοκκινιώτες που φορούν μαύρες κουκούλες και έχουν καλυμμένα τα πρόσωπά τους. Ο ρόλος τους είναι συγκεκριμένος, ως γνήσιοι προδότες υποδεικνύουν ποιους να εκτελέσουν. Οι προδότες Κιρκόρ Μπαταβιάν, Γρηγόρης Ιωαννίδης, Μπεμπέκογλου, Μεϊμάρης κ.α. αρχίζουν να υποδεικνύουν πατριώτες.

Ο γνωστός χαφιές της Κοκκινιάς, Μπατράνης, διακρίνει μέσα στο πλήθος το λοχαγό του ΕΛΑΣ Αποστόλη Χατζηβασιλείου και με ειρωνεία τον χαιρετά «τα σέβη μου λοχαγέ» και δίνει το σύνθημα. Αφού με την ξιφολόγχη του βγάζουν το μάτι και του σχίζουν τα μάγουλα, τον περιφέρουν ανάμεσα στο πλήθος ζητώντας του να προδώσει. Η απάντηση του ΕΛΑΣίτη λοχαγού ήταν «Πατριώτες, σηκώστε το κεφάλι, μη φοβάστε. Δεν πρόκειται να προδώσω κανέναν». Σέρνεται για να κρεμαστεί αναίσθητος. Λίγο πριν το τέλος του ψέλλισε. «ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ ΕΚΔΙΚΗΣΗ»!!!...........

Την ώρα των ομαδικών εκτελέσεων μια ομάδα ανταρτών με επικεφαλής τους την ηρωίδα και ξακουστή αντάρτισσα Διαμάντω Κουμπάκη κρύβονται στο βόρειο τμήμα της πόλης σε σπίτια συναγωνιστών τους. Ξαφνικά γερμανικά καμιόνια ζώνουν την περιοχή και αρχίζουν να καίνε τα σπίτια. Από τα 90 σπίτια της περιοχής καίγονται τα 80. Για το λόγο αυτό η συνοικία του 4ου Καραβά ονομάστηκε «Καμένα». Γύρω στις 11:00 π.μ., οι Γερμανοί πληροφορούνται ότι στη Νεάπολη προδόθηκε (σύμφωνα με μαρτυρίες, από τον Τάσο Μπαλασάκη) το κρησφύγετο μιας ομάδας του εφεδρικού ΕΛΑΣ, στην οποία συμμετείχε η Διαμάντω Κουμπάκη. Η χαρά των Γερμανών ήταν μεγάλη διότι κατάφεραν να την συλλάβουν. Καθώς τη χτυπούσαν κατευθυνόμενοι προς τη Μάντρα η Διαμάντω τους έβριζε και τους απαντούσε «σαν και εσάς προδότες εγώ έφαγα 65!». Παρά το άγριο ξυλοδαρμό της με τους υποκόπανους των όπλων, φθάνοντας στη Μάντρα του μαρτυρίου και λίγο πριν την εκτελέσουν βρήκε το κουράγιο να φωνάξει «Μια ζωή τη χρωστάμε, ας μην την πάρουν οι προδότες. Υπάρχουν χιλιάδες λεβέντες. Θα τους εκδικηθούν».

Παρόμοια κατάληξη θα έχει και μια άλλη ηρωίδα, η Αθηνά Μαύρου. Καθώς την έσερναν βίαια στην Οσία Ξένη, για να μαρτυρήσει όσους γνώριζε, φώναξε: «αδέλφια το κεφάλι ψηλά, δε γνωρίζω κανέναν και ας με φάει το βόλι του Γερμανού».

Δείτε επίσης από το Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ το ιστορικό ντοκιμαντέρ που περιγράφει το ΜΠΛΟΚΟ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ, τον ΑΥΓΟΥΣΤΟ του 1944. Μέσα από μαρτυρίες επιζώντων και συγγενών των θυμάτων, φωτογραφίες και πλάνα, ζωντανεύει η ατμόσφαιρα της ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΗΣ ΑΘΗΝΑΣ και των ημερών πριν και μετά το ΜΠΛΟΚΟ, ενώ περιγράφεται παραστατικά και άμεσα η τραγική εκείνη ημέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: